-
1 обшивка
1. (материал) η επένδυση, το υλικό της επένδυσηςбортовая - мор. τα ελάσματα της πλευράς, τα πλευρικά ελάσματαбортовая - в районе переменных ватерлиний мор. τα ελάσματα πλευράς της περιοχής των ισάλωνднищевая - мор. τα ελάσματα του πυθμέναнаружная - мор. εξωτερική -, τα ελάσματα του εξωτερικού περιβλήματοςнаружная - судна мор. τα ελάσματα του εξωτερικού περιβλήματος του σκάφους2. (процесс) η επικάλυψη, η επένδυση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обшивка